πρωτοκαπετάνιος

πρωτοκαπετάνιος
ο
1. ο πρώτος καπετάνιος, ο πλοίαρχος.
2. στην τουρκοκρατία, ο αρχηγός των κλεφτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτοκαπετάνιος — και πρωτοκαπετάνος, ο, Ν 1. ναυτ. ο πρώτος στην ιεραρχική τάξη καπετάνιος, πλοίαρχος 2. ο αναγνωρισμένης ικανότητας και υπεροχής κυβερνήτης πλοίου 3. (κυρίως κατά την τουρκοκρατία) ο αρχηγός τών καπετανέων ή ο καλύτερος μεταξύ τών οπλαρχηγών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”